δράματι

δράματι
δρά̱ματι , δρᾶμα
deed
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφάμιλλος — η, ο (ΑΜ ἐφάμιλλος, ον) άξιος να έλθει σε άμιλλα με άλλον, να παραβληθεί με κάποιον ή με κάτι, ισάξιος (α. «τα ελληνικά υφάσματα είναι εφάμιλλα τών ευρωπαϊκών» β. «τῶν πιστῶν ὑπογραμμός, τῶν μαρτύρων ἐφάμιλλος», Μηναί. γ. «ἀρχή ἐφάμιλλος ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • προεισόδιος — α, ο / προεισόδιος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. τὸ προεισόδιον και νεοελλ. μόνο στον πληθ. τα προεισόδια α) προεισαγωγή, προοίμιο («καὶ ἧν ὥσπερ ἐν δράματι προαναφώνησις καὶ προεισόδιον τὸ γινόμενον», Ηλιόδ.) β) απαρχή, προανάκρουσμα («προεισόδια τῆς …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλληνός, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1856 – 1943). Λόγιος. Μετά τη βασική εκπαίδευσή του στο γυμνάσιο της Κέρκυρας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και στη Φλωρεντία, όπου παρακολούθησε μαθήματα ινδικής φιλολογίας και αναγορεύτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας. Μετά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”